Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

η αεροπορία

  • 1 авиация

    авиация
    ж ἡ ἀεροπορία:
    гражданская \авиация ἡ πολιτική ἀεροπορία; транспортная \авиация ἡ ἀεροπορία μεταφορών бомбардировочная \авиация ἡ βομβαρδιστική ἀεροπορία.

    Русско-новогреческий словарь > авиация

  • 2 авиация

    θ.
    αεροπορία•

    имеет применение в -и εφαρμόζεται στην αεροπορία•

    гражданская авиация πολιτική αεροπορία•

    военная авиация πολεμική αεροπορία.

    Большой русско-греческий словарь > авиация

  • 3 авиация

    авиация ж η αεροπορία
    * * *
    ж
    η αεροπορία

    Русско-греческий словарь > авиация

  • 4 флот

    флот м о στόλος, το ναυτικό; военно-морской \флот о πολεμικός στόλος; торговый \флот ο εμπορικός στόλος; речной \флот τα ποταμόπλοια; воздушный \флот η αεροπορία; служить во (или на) \флоте υπηρετώ στο ναυτικό
    * * *
    м
    ο στόλος, το ναυτικό

    вое́нно-морско́й флот — ο πολεμικός στόλος

    торго́вый флот — ο εμπορικός στόλος

    речно́й флот — τα ποταμόπλοια

    возду́шный флот — η αεροπορία

    служи́ть во ( или на) флоте — υπηρετώ στο ναυτικό

    Русско-греческий словарь > флот

  • 5 флот

    флот
    м τό ναυτικό[ν], ὁ στόλος:
    военно-морской \флот ὁ πολεμικός στόλος, τό πολεμικό[ν] ναυτικό[ν]· морской \флот ὁ θαλάσσιος στόλος· речной \флот τά ποταμόπλοια· военно-возду́шный \флот ἡ πολεμική αεροπορία· гражданский воздушный \флот ἡ πολιτική ἀεροπορία· торговый \флот ὁ ἐμπορικός στόλος· каботажный \флот ὁ ἀκτοπλοϊκός στόλος· служить во \флоте ὑπηρετώ στό ναυτικό.

    Русско-новогреческий словарь > флот

  • 6 авиатранспорт

    η αεροπορία, τα αεροπορικά μέσα μεταφοράς.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиатранспорт

  • 7 авиация

    1. (теория и практика полетов, служба, вид транспорта) η αεροπορία
    разведывательная - αναγνώρισης/κατασκοπείας
    транспортная - μεταφορών/μεταγωγών
    2. (совокупность самолётов, вертолётов) о αεροπορικός/εναέριος στόλος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > авиация

  • 8 флот

    ο στόλος
    το ναυτικό военно-морской - πολεμικός ναυτικός -
    воздушный - αεροπορικός -, η αεροπορία
    морской - ο στόλος, το ναυτικό

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > флот

  • 9 бомбардировочный

    бомбардир||овочный
    прил βομβαρδιστικός:
    \бомбардировочныйо́вочная авиация ἡ βομβαρδιστική ἀεροπορία.

    Русско-новогреческий словарь > бомбардировочный

  • 10 военно-воздушный

    военно-возду́шн||ый
    прил της πολεμικής (или στρατιωτικής) ἀεροπορίας:
    \военно-воздушныйые силы ἡ πολεμική ἀεροπορία, οἱ πολεμικές ἀεροπορικές δυνάμεις· \военно-воздушныйые базы οἱ ἀεροπορικές βάσεις.

    Русско-новогреческий словарь > военно-воздушный

  • 11 военный

    военн||ый
    1. прил στρατιωτικός, πολεμικός:
    \военныйые силы αί στρατιωτικές δυνάμεις· \военныйая промышленность ἡ πολεμική βιομηχανία· \военныйая авиация ἡ πολεμική ἀεροπορία· \военный флот ὁ πολεμικός στόλος· \военныйая база ἡ στρατιωτική βάση· \военныйые действия οἱ πολεμικές (или στρατιωτικές) ἐπιχειρήσεις· \военный суд τό στρατοδικείο· Военная Академия ἡ 'Ακαδημία πολέμου, Στρατιωτική 'Ακαδημία· \военныйая служба ἡ στρατιωτική θητεία· \военный билет ἡ στρατιωτική ταυτότητα, τό δελτίο ταυτότητος· \военныйое училище ἡ στρατιωτική σχολή, ἡ σχολή τῶν εὐελπίδων \военный комиссариат см. военкомат· \военный корреспондент ὁ στρατιωτικός ἀνταποκριτής·
    2. ж ὁ στρατιωτικός.

    Русско-новогреческий словарь > военный

  • 12 дальний

    дальн||ий
    прил
    1. (отдаленный, далекий) μακρινός, μακρυνός, ἀπομακρυσμένος, (ἀπο)μεμακρυσμένος:
    \дальнийие районы οἱ ἀπομακρυσμένες περιοχές· \дальнийие страны οἱ μακρυνοί τόποι· \дальнийее расстояние ἡ μεγάλη ἀπόσταση· \дальнийее плавание ὁ μακρυνός πλους· поезд \дальнийего следования ἡ ἀμαξοστοιχία μακρινών διαδρομών· авиация \дальнийего действия ἡ ἀεροπορία μεγάλης ἀκτίνος δράσεως·
    2. (о родстве) μακρυνός:
    \дальний родственник ὁ μακρυνός συγγενής· ◊ без \дальнийих слов χωρίς περιττά λόγια, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

    Русско-новогреческий словарь > дальний

  • 13 истребительный

    истреби́тельный
    прил ἐξολοθρευτικός, καταστρεπτικός:
    \истребительныйительная авиация ἡ ἀεροπορία διώξεως.

    Русско-новогреческий словарь > истребительный

  • 14 летный

    летн||ый
    прил
    1. (годный для полета) εὐνοϊκός γιά πτήση:
    \летныйая погода ὁ εὐνοϊκός καιρός γιά πτήση·
    2. (относящийся к воздухоплаванию) ἀεροπορικός:
    \летныйая школа́ἡ ἀεροπορική σχολή· \летныйое дело ἡ ἀεροπορία, ἡ ἀεροναυτιλία· \летныйое поле τό ἀεροδρόμιο[ν], τό ἀεροπορικό γήπεδο· \летныйая площадка τό πεδίο ἀπογειώσεως.

    Русско-новогреческий словарь > летный

  • 15 разведывательный

    разведывательн||ый
    прил ἀνιχνευτικός, ἀναγνωριστικός:
    \разведывательныйая авиация ἡ ἀνιχνευτική ἀεροπορία· \разведывательныйая гру́ппа воен. ἡ ὁμάδα ἀνιχνευτών \разведывательныйая экспедиция ἡ ἐξερευνητική ἀποστολή.

    Русско-новогреческий словарь > разведывательный

  • 16 служить

    служ||и́ть
    несов
    1. (кому-л., чему-л.) ὑπηρετώ:
    \служить народу ὑπηρετώ τό λαό· \служить родине ὑπηρετώ τήν πατρίδα·
    2. (кем-л., быть на службе) ὑπηρετώ, εἶμαι (или διατελώ) στήν ὑπηρεσία/ ἐργάζομαι (работать):
    \служить в авиации (в армии) ὑπηρετώ ὁτήν ἀεροπορία (στό στρατό)· \служить секретарем εἶμαι (или ὑπηρετώ) γραμματεύς·
    3. (чем-л., являться) χρησιμεύω (σάν), χρησιμοποιούμαι (σάν), ἀποτελώ:
    \служить предлогом, поводом (признаком) ἀποτελώ πρόσχημα (Ενδειξη)· \служить примером χρησιμεύω σάν παράδειγμα, γίνομαι τό παράδειγμα·
    4. (иметь своим назначением) χρησιμοποιοῦμαι γιά (или σάν), χρησιμεύω γιά:
    эта комната служит ему́ кабинетом αὐτό τό δωμάτιο τό χρησιμοποιεί γιά γραφείο·
    5. (выполнять свое назначение):
    пальто́ служит мне уже четвертый год τό παλτό τό φορώ ἐπί τέσσερα χρόνια· но́ги отказываются мне \служить κόπηκαν τά πόδια μου·
    6. церк. λειτουργώ, τελῶ λειτουργία·
    7. (о собаке) στέκομαι σούζα· ◊ чем могу́ \служить? σέ τί μπορώ νᾶ σας φανώ χρήσιμος;

    Русско-новогреческий словарь > служить

  • 17 авиация

    [αβιάτσιγυια] ουσ. θ. αεροπορία

    Русско-греческий новый словарь > авиация

  • 18 авиация

    [αβιάτσιγυια] ουσ θ αεροπορία

    Русско-эллинский словарь > авиация

  • 19 бомбардировочный

    επ.
    βομβαρδιστικός•

    -ая авиация βομβαρδιστική αεροπορία.

    Большой русско-греческий словарь > бомбардировочный

  • 20 воздушный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно.
    1. αέρινος, αέριος, του αέρα•

    -ое давление πίεση του αέρα.

    || εναέριος•

    воздушный бой αερομαχία.

    2. αεροπλοϊκός, αεροπορικός•

    -ая линия αεροπορική γραμμή•

    -ое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία•

    -ое нападение αεροπορική επίθεση•

    воздушный флот η αεροπορία•

    -ая оборона αντιαεροπορική άμυνα.

    3. κινούμενος με αέρα•

    воздушный молоток αερόσφυρα, -ύρα•

    воздушный тормоз αεροπέδη.

    4. ελαφρός•

    -ая походка πολύ ελαφρό βάδισμα.

    εκφρ.
    - ые замки – αερόπυργοι (αεροβασίες, φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπήματα, καπνοί φαντασίας)•
    воздушный поцелуй – φιλί από απόσταση, με το χέρι•
    - ая тревога – αεροπορικός συναγερμός•
    воздушный насос – αεραντλία•
    воздушный шар – α) αερόστατο. β) μπαλλόνι, φούσκα (παιδικό παιγνίδι).

    Большой русско-греческий словарь > воздушный

См. также в других словарях:

  • αεροπορία — η η πτήση με μηχανές βαρύτερες από τον αέρα· η αεροπορία είναι πολιτική και πολεμική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αεροπορία — Κλάδος της αεροναυτικής, που αναφέρεται τόσο στην κατασκευή, όσο και τον χειρισμό κατά την πτήση αεροσκαφών βαρύτερων του αέρα, σε αντίθεση με την αεροπλοΐα που ασχολείται με σκάφη ελαφρύτερα του αέρα. Η α. περιλαμβάνει την πολεμική α., τη… …   Dictionary of Greek

  • Fuerza Aérea Griega — Aviación Militar Πολεμική Αεροπορία Polemikí Aeroporía Escudo de la Aviación Militar Griega. Activa 1911 (aviación del ejército) 1930 (fue …   Wikipedia Español

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Hellenic Air Force — Infobox Military Unit unit name= Hellenic Air Force Πολεμική Αεροπορία caption= Hellenic Air Force Emblem start date= 1930 as a separate service, [ [http://www.haf.gr/en/history/history/history 5.asp Hellenic Air Force/History] ] Army Aviation… …   Wikipedia

  • Музей Военной Авиации (Афины) — Ангар «Лерос» в котором располагается часть экспонатов Музея …   Википедия

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Olympic Airlines — For the successor to Olympic Airlines, see Olympic Air. Olympic Airlines Ολυμπιακές Αερογραμμές IATA OA …   Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»